- άστακτος
- ἄστακτος, -ον (Α)βλ. ἄσταχτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄστακτον — ἄστακτος masc/fem acc sg ἄστακτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστάκτων — ἄστακτος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσταχτος — η, ο (Α ἄστακτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν στάζει, που δεν βγάζει ούτε σταγόνα νερού, ο αστάλαχτος αρχ. Ι. εκείνος που έχει αδιάκοπη ροή, που ρέει με αφθονία II. επίρρ. ἀστακτί όχι σταλαματιά σταλαματιά, με άφθονη δηλαδή ροή … Dictionary of Greek